ἐντράδα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: εντράδα

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἐντράδα < (άμεσο δάνειο) βενετική entrada

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ἐντράδα θηλυκό (και σήμερα ως ιδιωματικό)

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]