ἐρικύμων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ἐρικύμων, -ων, -ον
- (σπάνιο) που κυοφορεί πολλά έμβρυα
- ※ 6ος/5ος↑ αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Ἀγαμέμνων, στίχ. 119 (119-120)
- βοσκόμενοι λαγίναν, ἐρικύμονα φέρματα, γένναν, | βλαβέντα λοισθίων δρόμων.
- ※ 6ος/5ος↑ αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Ἀγαμέμνων, στίχ. 119 (119-120)
Πηγές[επεξεργασία]
- ἐρικύμων - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἐρικύμων - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ελλείπουσες κλίσεις (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ἐρι- (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -κύμων (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Επίθετα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Σπάνιοι όροι (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Αισχύλο (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)