ἐρυσίπτολις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

→ λείπει η κλίση

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἐρυσίπτολις < ἐρυσί- + -πτολις. Μορφολογικά αναλύεται σε ἐρύω (προστατεύω, προφυλάσσω, φροντίζω κάποιον) + πτόλις

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ἐρυσίπτολις, -ιος αρσενικό ή θηλυκό

  1. προστάτης της πόλης, πολιούχος
  2. επωνυμία της Αθηνάς
    ※  8ος/7oς πκε αιώνας Hymni Homerici Ομηρικοί Ύμνοι/XI. Εἰς Ἀθηνᾶν, στίχ. 1 (στίχοι 1-2) @scaife.perseus
    Παλλάδ’ Ἀθηναίην ἐρυσίπτολιν ἄρχομ’ ἀείδειν | δεινήν,
    Την πολιούχο Αθηνά Παλλάδα αρχίζω να εξυμνώ | την τρομερή,
    Μετάφραση λέξεων: Βικιλεξικό.

Άλλες γραφές[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]