ἥσκιος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ήσκιος

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἥσκιος < αρχαία ελληνική σκι(ά) + -ος· το - δικαιολογείται από επίδραση της λέξης λιος (καθώς το φως είναι αντίθετο της σκιάς)[1] και αλλαγή γένους.

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ἥσκιος αρσενικό

  1. σκιά
  2. είδωλο
  3. φάντασμα
  4. τόπος σκιερός, με ίσκιο

Άλλες γραφές[επεξεργασία]

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τις λέξεις βαθύς και σκιά

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. ήσκιος - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

Πηγές[επεξεργασία]