Ἡγήσανδρος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Ἡγήσανδρος < (ἡγέομαι) Ἡγήσ- + -ανδρος (ἀνήρ, ἀνδρός)

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Ἡγήσανδρος αρσενικό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]