ἰσοσθενής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ἰσοσθενής, -ής, -ές
- που έχει το ίδιο σθένος, ίση δύναμη, αντοχή, αποφασιστικότητα, ο ισοδύναμος