ἱεραρχῶ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ἱεραρχῶ < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική hiérarchiser < hierarchie < ἱεραρχία
Ρήμα[επεξεργασία]
ἱεραρχῶ
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ἱεραρχῶ < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα[επεξεργασία]
ἱεραρχῶ
- (ελληνιστική περίοδος) οδηγώ, κατευθύνω προς ιερά θέματα
Κατηγορίες:
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ρήματα (αρχαία ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)