ἱερόω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]ἱερόω - ἱερῶ (συνηρημένο)
- καθιστώ κάτι ιερό
- καθιερώνω
Παράγωγα
[επεξεργασία]Συνώνυμα
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]Σημειώσεις
[επεξεργασία]- το ρήμα ἱερόω - ἱερῶ δεν απαντάται σε όλους τους χρόνους, αναφέρεται από τον Θουκυδίδη (5, 1)