ἱερόω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἱερόω < ἱερός +

ἱερόω - ἱερῶ (συνηρημένο)

  1. καθιστώ κάτι ιερό
  2. καθιερώνω

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Σημειώσεις

[επεξεργασία]
  • το ρήμα ἱερόω - ἱερῶ δεν απαντάται σε όλους τους χρόνους, αναφέρεται από τον Θουκυδίδη (5, 1)