ὀρρωδέω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ὀρρωδέω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα[επεξεργασία]
ὀρρωδέω
- φοβούμαι, τρέμω (+ αιτιατική προσώπου: μπροστά σε κάποιον)
- φοβούμαι, τρέμω (+ γενική πράγματος: για κάτι ή εξαιτίας κάποιου πράγματος)