ὑψικέλευθος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ὑψικέλευθος < ὕψος + κέλευθος (δρόμος, οδός, ταξίδι)

Επίθετο[επεξεργασία]

ὑψικέλευθος, -ος, -ον

  • που περπατάει προς τα ύψη και που βαδίζει σε ψηλά σημεία, δρόμους κ.λ.π.