Μετάβαση στο περιεχόμενο

ᾠδή

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: ωδή
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ᾠδή αἱ ᾠδαί
      γενική τῆς ᾠδῆς τῶν ᾠδῶν
      δοτική τῇ ᾠδ ταῖς ᾠδαῖς
    αιτιατική τὴν ᾠδήν τὰς ᾠδᾱ́ς
     κλητική ! ᾠδή ᾠδαί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ᾠδᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  ᾠδαῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ᾠδή: συνηρημένη μορφή του ἀοιδή < ἀείδω

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ᾠδή, -ῆς θηλυκό

  1. άσμα, τραγούδι, ωδή
  2. το τραγούδι (η ενέργεια)
  3. (μετωνυμία) χορδή

Παράγωγα

[επεξεργασία]

παράγωγα και σύνθετα:

 και δείτε τη λέξη ἀείδω

Απόγονοι

[επεξεργασία]

(Χρειάζεται επεξεργασία)

νέα ελληνικά: ωδή
λατινικά: oda