ῥέζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ῥέζω < τύπος του ἔρδω ή ἔργω

Ρήμα[επεξεργασία]

ῥέζω ( δωρικός τύπος  & βοιωτικός τύποςῥέδδω)

  1. πράττω, ενεργώ (σε αντιδιαστολή προς το λέγω)
    ὅσ᾽ ἂν πεπνυμένος ἀνὴρ εἴποι καὶ ῥέξειε
    τί ῥέξωμεν; (: τι κάνουμε τώρα;)
    ῥεχθέντος κακοῦ (:άμα γίνει το κακό και μετά...)
    οὐδέν σε ῥέξω κακά (: δεν θα σε βλάψω)
  2. προσφέρω (π.χ. θυσία) αλλά ενεργητικά, με την έννοια της έμπρακτης θυσίας, θυσιάζω
  3. εργάζομαι
  4. ωφελώ

Ρηματικοί τύποι[επεξεργασία]

  • ενεργητική: παρατατικός ἔρεζον και στην ποίηση ῥέζον, στην ιωνική ῥέζεσκον, μέλλων ῥέξω, αόριστος ἔρρεξα και στην ποίηση ἔρεξα
  • παθητική φωνή: αόριστος ἐρρέχθην

Συγγενικά[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

ῥέζω < άγνωστης ετυμολογίας

  • βάφω, εμβαπτίζω ύφασμα σε χρώμα

Συγγενικά[επεξεργασία]