ῥέζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ῥέζω ( δωρικός τύπος & βοιωτικός τύπος ῥέδδω)
- πράττω, ενεργώ (σε αντιδιαστολή προς το λέγω)
- ὅσ᾽ ἂν πεπνυμένος ἀνὴρ εἴποι καὶ ῥέξειε
- τί ῥέξωμεν; (: τι κάνουμε τώρα;)
- ῥεχθέντος κακοῦ (:άμα γίνει το κακό και μετά...)
- οὐδέν σε ῥέξω κακά (: δεν θα σε βλάψω)
- προσφέρω (π.χ. θυσία) αλλά ενεργητικά, με την έννοια της έμπρακτης θυσίας, θυσιάζω
- εργάζομαι
- ωφελώ
Ρηματικοί τύποι[επεξεργασία]
- ενεργητική: παρατατικός ἔρεζον και στην ποίηση ῥέζον, στην ιωνική ῥέζεσκον, μέλλων ῥέξω, αόριστος ἔρρεξα και στην ποίηση ἔρεξα
- παθητική φωνή: αόριστος ἐρρέχθην
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ῥέκτης (δραστήριος)
Ρήμα[επεξεργασία]
ῥέζω < άγνωστης ετυμολογίας
- βάφω, εμβαπτίζω ύφασμα σε χρώμα
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ῥεγεύς-έως βαφέας
- το ῥέγος ή ῥῆγος (βαμμένο σκέπασμα)
- χρυσορραγής (χρυσοβαμμένος)