-que
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- -que < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *-kʷe. Συγγενές με το σανσκριτικό च (ca) και το (αρχαία ελληνική) τε
Σύνδεσμος[επεξεργασία]
-que
- (συμπλεκτικός σύνδεσμος, εγκλιτικό) και