Aa
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Aa (de) θηλυκό
- Αρχαία γερμανική λέξη που σημαίνει "ρέον ύδωρ" (σύγκρ. με "Ache" και "aqua"). Απαντά αυτοτελώς στην ονομασία ποταμών και ως ρίζα ή κατάληξη στην ονομασία πόλεων και τοποθεσιών της βόρειας, δυτικής και κεντρικής Ευρώπης: Aa, Große Aa, Kleine Aa, Engelberger Aa, Aar, Aare κτλ.
- Γράμμα του γερμανικού αλφαβήτου