Adamclisi
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ρουμανικά (ro)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Adamclisi < (άμεσο δάνειο) τουρκική Adamkilise (εκκλησία του άνδρα) < adam (άνδρας) + kilise (εκκλησία)[1]
Προφορά
[επεξεργασία]Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Adamclisi (ro)
- χωριό της Ρουμανίας κοντά στην Κωνστάντζα
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Everett-Heath, John (2020). Concise Oxford Dictionary of World Place Names [Συνοπτικό Λεξικό Παγκόσμιων Τοπωνυμίων της Οξφόρδης] (6η έκδοση). Oxford: Oxford University Press.