Altar
Εμφάνιση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Altar (de) αρσενικό (πληθυντικός: die Altäre)
- η αγία τράπεζα
- (θρησκεία) ο βωμός
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Altar (de) αρσενικό
- ο Βωμός (αστερισμός)
Καταλανικά (ca)
[επεξεργασία]
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Altar (ca)
- Βωμός (αστερισμός)
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Altar < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Altar αρσενικό ή θηλυκό