Altar

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γερμανικά (de)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

Altar (de) αρσενικό (πληθυντικός: die Altäre)

  1. η αγία τράπεζα
  2. (θρησκεία) ο βωμός

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Altar (de) αρσενικό



Καταλανικά (ca)[επεξεργασία]

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Altar (ca)