Altar
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de) [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Altar (de) αρσενικό (πληθυντικός: die Altäre)
- η αγία τράπεζα
- ο βωμός
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Altar (de) αρσενικό
- ο Βωμός (αστερισμός)
Καταλανικά (ca) [επεξεργασία]
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Altar (ca)
- Βωμός (αστερισμός)