Μετάβαση στο περιεχόμενο

Anadolu

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Anadolu < (κληρονομημένο) οθωμανική τουρκική آناطولی (Anadolu) < αρχαία ελληνική ἀνατολή[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɑˈnɑdolʊ/

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Anadolu (tr)

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Everett-Heath, John (2020). Concise Oxford Dictionary of World Place Names [Συνοπτικό Λεξικό Παγκόσμιων Τοπωνυμίων της Οξφόρδης] (6η έκδοση). Oxford: Oxford University Press.