Argon
Εμφάνιση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Argon (de) ουδέτερο
- (χημεία) το χημικό στοιχείο: αργό
Δανικά (da)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Argon < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Argon αρσενικό