Brom
Εμφάνιση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Brom (de) ουδέτερο
- (χημεία) το χημικό στοιχείο: βρώμιο
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Brom < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Brom αρσενικό ή θηλυκό