Ehemann
Εμφάνιση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Ehemann (de) αρσενικό
- ο σύζυγος
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Ehemann < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Ehemann αρσενικό ή θηλυκό