Englisch
Εμφάνιση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Englisch (de) ουδέτερο, μόνο στον ενικό
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Englisch < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Englisch αρσενικό ή θηλυκό