IMAO
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Συντομομορφή[επεξεργασία]
IMAO (en) συντομογραφία
- (διαδικτυακή αργκό, ειρωνικό) κατά την αλλαζονική / υπεροπτική γνώμη μου
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- IMAO < Inhibiteur de la MonoAmine Oxydase
Συντομομορφή[επεξεργασία]
IMAO (fr) αρσενικό άκλιτο
- αντικαταθλιπτικό φάρμακο