KO
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Συντομομορφή[επεξεργασία]
KO (en)
- νοκ άουτ (ουσιαστικό)
- βγάζω κάποιον νοκ άουτ (ρήμα)