Μετάβαση στο περιεχόμενο

Kurier

Από Βικιλεξικό

Γερμανικά (de)

[επεξεργασία]
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική der Kurier die Kuriere
γενική des Kuriers
Kurieres
der Kuriere
δοτική dem Kurier
Kuriere
den Kurieren
αιτιατική den Kurier die Kuriere

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Kurier < μέση άνω γερμανική kurier < γαλλική courrier

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /kuˈʁiːɐ̯/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Kurier (de) αρσενικό

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Kurier αρσενικό ή θηλυκό

  • TNG-Adler, Liste der Nachnamen, ανακτήθηκε στις 29/9/2023