Kurier
Εμφάνιση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
| ονομαστική | der | Kurier | die | Kuriere |
| γενική | des | Kuriers Kurieres |
der | Kuriere |
| δοτική | dem | Kurier Kuriere |
den | Kurieren |
| αιτιατική | den | Kurier | die | Kuriere |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Kurier < μέση άνω γερμανική kurier < γαλλική courrier
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Kurier (de) αρσενικό
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Kurier αρσενικό ή θηλυκό
Πηγές
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά αρσενικά (γερμανικά)
- Προέλευση λέξεων από τη μέση άνω γερμανική (γερμανικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (γερμανικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (γερμανικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (γερμανικά)
- Γερμανική γλώσσα
- Ουσιαστικά (γερμανικά)
- Αντίστροφο λεξικό (γερμανικά)
- Επαγγέλματα (γερμανικά)
- Κύρια ονόματα (γερμανικά)
- Επώνυμα κοινού γένους (γερμανικά)