Μετάβαση στο περιεχόμενο

Lücke

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία 1

[επεξεργασία]
Lücke < λείπει η ετυμολογία
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική die Lücke die Lücken
γενική der Lücke der Lücken
δοτική der Lücke den Lücken
αιτιατική die Lücke die Lücken

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Lücke (de) θηλυκό

  1. το κενό, το χάσμα
  2. η έλλειψη
  • Lücke - Duden online.
  • Lücke - Digitales Wörterbuch der deutschen Sprache [Ψηφιακό λεξικό της γερμανικής γλώσσας]. Berlin-Brandenburgische Akademie der Wissenschaften (BBAW) (Ακαδημία Επιστημών [και Ανθρωπιστικών Επιστημών] του Βερολίνου-Βρανδεμβούργου).

Ετυμολογία 2

[επεξεργασία]
Lücke < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Lücke αρσενικό ή θηλυκό

  • Familienforschung in Westpreußen, ανακτήθηκε στις 20/8/2023 ,



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Lücke < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Lücke αρσενικό ή θηλυκό

  • Last names with at least 10 bearers among persons registered on 31 December of each year. Year 1999 - 2020, Statistics Sweden