LED
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- LED < light-emitting diode
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]LED (en)
- (τεχνολογία) (νεολογισμός) φωτοδίοδος
- Με το Νόμπελ Φυσικής τιμήθηκαν από την Σουηδική Βασιλική Ακαδημία Επιστημών οι Ιάπωνες Ισάμου Ακασάκι και Χιρόσι Αμάνο και ο Αμερικανός Σούτζι Νακαμούρα. Οι τρεις επιστήμονες βραβεύτηκαν για την ανακάλυψη των διόδων εκπομπής φωτός (LED), μια νέα αποδοτική ενεργειακά και φιλική για το περιβάλλον πηγή φωτός. (*)
- Και πραγματικά οι φωτοδίοδοι ή δίοδοι εκπομπής φωτός, πιο γνωστές σε όλους μας ως LED, εκπλήρωσαν τις υποσχέσεις τους και με το παραπάνω βελτιώνοντας συνεχώς την ποιότητά τους. (*)