Met
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Διεθνείς όροι[επεξεργασία]
Συντομομορφή[επεξεργασία]
Met
- (βιοχημεία) συντομογραφία του αμινοξέος μεθειονίνη. Συμβολίζεται και με M.
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Met (de)
- το υδρόμελο