Met
Εμφάνιση
Συντομομορφή
[επεξεργασία]Met
- (βιοχημεία) συντομογραφία του αμινοξέος μεθειονίνη. Συμβολίζεται και με M.
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Met (de)
- το υδρόμελο
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Met < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Met αρσενικό ή θηλυκό