Mittag

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γερμανικά (de)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

Mittag (de) αρσενικό

  • το μεσημέρι
    wir sollen um Mittag zurück sein - πρέπει να έχουμε επιστρέψει το μεσημέρι