PnP
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Συντομομορφή[επεξεργασία]
PnP (en) αρκτικόλεξο
- (πληροφορική) συντομογραφία του plug and play
- ※ Today, all new computers have PnP capabilities [1]
- Σήμερα, όλοι οι νέοι υπολογιστές έχουν δυνατότητες PnP (Απόδοση: το Βικιλεξικό.)
- ※ Today, all new computers have PnP capabilities [1]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- PnP στην αγγλική Βικιπαίδεια