Riziero
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
- Riziero < γερμανική Richer
Riziero (it) αρσενικό
- ≈ συνώνυμα: Rezieri, Reziero, Rezziero, Riccieri, Ricciero, Risieri, Risiero, Rizieri, Rizzerio, Rizzieri, Rizziero, Riziera, Rizziera