Ruhe
Εμφάνιση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Ruhe (de) θηλυκό
- η ησυχία
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- jemanden in Ruhe lassen - αφήνω κάποιον ήσυχο
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Ruhe αρσενικό ή θηλυκό
Πηγές
[επεξεργασία]
Σουηδικά (sv)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Ruhe < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Ruhe αρσενικό ή θηλυκό