Rustico

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: rustico

Ιταλικά (it)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Rustico < από το μεσαιωνικό rustico (αγρότης)

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Rustico (it) αρσενικό

 συνώνυμα: Rustichello, Rustichino, Rustica