Schalter
Εμφάνιση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Schalter (de) αρσενικό
- η θυρίδα
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Schalter < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Schalter αρσενικό ή θηλυκό