Scheck
Εμφάνιση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Scheck (de) αρσενικό
- η επιταγή
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Scheck < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Scheck αρσενικό ή θηλυκό