Μετάβαση στο περιεχόμενο

Schuster

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική der Schuster die Schuster
γενική des Schusters der Schuster
δοτική dem Schuster den Schustern
αιτιατική den Schuster die Schuster

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Schuster < μέση άνω γερμανική schuochsutære < παλαιά άνω γερμανική *skuohsuteri

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈʃuːstər/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Schuster (de) αρσενικό

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Schuster (de) αρσενικό ή θηλυκό

  • Familienforschung in Westpreußen, ανακτήθηκε στις 20/8/2023 ,
  • Schuster - Duden online.
  • Schuster - Digitales Wörterbuch der deutschen Sprache [Ψηφιακό λεξικό της γερμανικής γλώσσας]. Berlin-Brandenburgische Akademie der Wissenschaften (BBAW) (Ακαδημία Επιστημών [και Ανθρωπιστικών Επιστημών] του Βερολίνου-Βρανδεμβούργου).



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Schuster < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Schuster αρσενικό ή θηλυκό

  • Pagine Bianche, ανακτήθηκε στις 22/8/2023



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Schuster < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Schuster αρσενικό ή θηλυκό

  • Last names with at least 10 bearers among persons registered on 31 December of each year. Year 1999 - 2020, Statistics Sweden



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Schuster < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Schuster αρσενικό ή θηλυκό

  • Priimki (S-Ž), Slovenija, letno, Vlada Republike Slovenije Statistični Urad Republike Slovenije (Επώνυμα (S-Ž), ετήσια, Κυβέρνηση της Δημοκρατίας της Σλοβανίας, Στατιστική Υπηρεσία της Δημοκρατίας της Σλοβενίας), ανακτήθηκε 31/8/2023, CC BY 4.0