Schwan

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Schwan (de)

  1. Κύκνος (αστρον.)
  2. (μυθολογία) Κύκνος
  3. (αστερισμός) Κύκνος


Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Schwan αρσενικό ή θηλυκό

  • Familienforschung in Westpreußen, ανακτήθηκε στις 20/8/2023 [1], [2]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Schwan < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Schwan αρσενικό ή θηλυκό

  • Pagine Bianche, ανακτήθηκε στις 22/8/2023 [3]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Schwan < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Schwan αρσενικό ή θηλυκό

  • Last names with at least 10 bearers among persons registered on 31 December of each year. Year 1999 - 2020, Statistics Sweden [4]