Scot
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Scot (en)
- (εθνικό όνομα) Σκωτσέζος, Σκότος
- ≈ συνώνυμα: Scotsman (αρσενικό), Scotswoman (θηλυκό)
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Scot < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Scot αρσενικό ή θηλυκό