Μετάβαση στο περιεχόμενο

Skalar

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική der Skalar die Skalare
γενική des Skalars der Skalare
δοτική dem Skalar den Skalaren
αιτιατική den Skalar die Skalare

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Skalar < λατινική scalaris

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Skalar (de) αρσενικό

  1. (φυσική, μαθηματικά) βαθμωτό μέγεθος
  2. (ψάρι) το αγγελόψαρο



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Skalar < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Skalar αρσενικό ή θηλυκό

  • Priimki (S-Ž), Slovenija, letno, Vlada Republike Slovenije Statistični Urad Republike Slovenije (Επώνυμα (S-Ž), ετήσια, Κυβέρνηση της Δημοκρατίας της Σλοβενίας, Στατιστική Υπηρεσία της Δημοκρατίας της Σλοβενίας), ανακτήθηκε 31/8/2023, CC BY 4.0