Slovak
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
Slovak | Slovaks |
Επίθετο
[επεξεργασία]Slovak (en)
- σλοβακικός ( ή σλοβακικός)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Slovak (en)
- (εθνικό όνομα) ο Σλοβάκος, η Σλοβάκα
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Slovak (en)
Σουηδικά (sv)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Slovak < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Slovak αρσενικό ή θηλυκό
Πηγές
[επεξεργασία]- Last names with at least 10 bearers among persons registered on 31 December of each year. Year 1999 - 2020, Statistics Sweden
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Slovak < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Slovak αρσενικό ή θηλυκό