Steinbruch
Εμφάνιση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Steinbruch (de) αρσενικό
- το λατομείο
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Steinbruch < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Steinbruch αρσενικό ή θηλυκό