Urlaub

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γερμανικά (de)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

Urlaub (de) ουδέτερο

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • in Urlaub fahren - πηγαίνω διακοπές
  • Urlaub machen - κάνω διακοπές