Verbrechen
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Verbrechen (de) ουδέτερο (πληθυντικός: die Verbrechen)
- έγκλημα
- Verbrechen gegen die Menschlichkeit - έγκλημα εναντίον της ανθρωπότητας
- αδίκημα
- Was ist denn mein Verbrechen? - (κυριολεκτικά) Ποιο είναι το αδίκημά μου; (μεταφορικά) Για ποιο πράγμα με κατηγορείτε;