Wasser
Εμφάνιση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Wasser (de) ουδέτερο
- το νερό
Συγγενικά
[επεξεργασία]- wasserarm
- Wasserball
- Wässerchen
- wasserdicht
- Wasserfall
- Wasserfarbe
- wassergekühlt
- Wassergraben
- Wasserhahn
- Wasserhuhn
- wässerig
- Wasserkasten
- Wasserkessel
- Wasserklosett
- Wasserkraftwerk
- Wasserleitung
- Wassermann
- Wassermelone
- wässern
- Wasserpflanze
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Wasser < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Wasser αρσενικό ή θηλυκό
Πηγές
[επεξεργασία]
Σουηδικά (sv)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Wasser < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Wasser αρσενικό ή θηλυκό
Πηγές
[επεξεργασία]- Last names with at least 10 bearers among persons registered on 31 December of each year. Year 1999 - 2020, Statistics Sweden
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Wasser < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Wasser αρσενικό ή θηλυκό