aŭroro
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aŭroro | aŭroroj |
αιτιατική | aŭroron | aŭrorojn |
aŭroro (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aŭroro | aŭroroj |
αιτιατική | aŭroron | aŭrorojn |
aŭroro (eo)