aŭroro
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aŭroro | aŭroroj |
αιτιατική | aŭroron | aŭrorojn |
aŭroro (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aŭroro | aŭroroj |
αιτιατική | aŭroron | aŭrorojn |
aŭroro (eo)