abbesse

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

abbesse < λατινική abbatissa< abbas

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.bɛs/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
abbesse abbesses

abbesse (fr) θηλυκό