abouler
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ρήμα
[επεξεργασία]abouler (fr) (μεταβατικό) (αργκό) δίνω, κατεβάζω
- aboule le fric ! - κατέβασε τους παράδες!
- (pronominal: αντωνυμικό) φτάνω
abouler (fr) (μεταβατικό) (αργκό) δίνω, κατεβάζω