abstentionniste

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
abstentionniste abstentionnistes

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

abstentionniste (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. αυτός που δεν ψηφίζει, ο απέχων
  2. υποστηρικτής της αποχής από μια εκλογή