abundo
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | abundo | abundoj |
αιτιατική | abundon | abundojn |
abundo (eo)
- η πληθώρα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | abundo | abundoj |
αιτιατική | abundon | abundojn |
abundo (eo)