accélération
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.kse.le.ʁa.sjɔ̃/
- ⓘ
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
accélération | accélérations |
accélération (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
accélération | accélérations |
accélération (fr) θηλυκό