accomplished
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
accomplished (en)
- αόριστος & παθητική μετοχή αορίστου του accomplish
accomplished (en)